πατρόβουλος

πατρόβουλος
ὁ, Α
τιμητικός τίτλος, «πατὴρ βουλῆς», αρχηγός, καθοδηγητής τής βουλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. πατὴρ βουλῆς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατροβούλους — πατρόβουλος hereditary senator masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”